Είναι απόφοιτος του τμήματος Ψυχολογίας του εκάστοτε πανεπιστημίου, το έργο του οποίου ασχολείται με την ψυχολογία. Ένας ψυχολόγος μπορεί να ειδικεύεται σε διάφορους τομείς (π.χ. ψυχολόγος φυλακών, ψυχολόγος εργασίας, σχολικός ψυχολόγος κ.λπ.), όπου το αντικείμενο της εργασίας του ποικίλλει ανάλογα με την εξειδίκευση. Για παράδειγμα, ένας σχολικός ψυχολόγος ασχολείται με τη διάγνωση της σχολικής ωριμότητας κ.λπ.
Πρόκειται για ιατρό, απόφοιτο ιατρικής σχολής, ο οποίος ασχολείται επαγγελματικά με την ψυχιατρική, επομένως διαθέτει πιστοποιητικό ψυχιατρικής. Επαγγελματικά, μπορεί στη συνέχεια να εξειδικευτεί σε διάφορους υποτομείς της ψυχιατρικής, όπως η παιδοψυχιατρική, η θεραπεία των εξαρτήσεων κ.λπ. Ο ψυχίατρος, σε αντίθεση με τον ψυχολόγο, μπορεί να συνταγογραφήσει φάρμακα.
Μπορεί να είναι ψυχολόγος, ψυχίατρος, κοινωνικός λειτουργός κ.λπ., εφόσον έχει ολοκληρώσει την ψυχοθεραπευτική του εκπαίδευση, έχει υποβληθεί σε δική του ψυχοθεραπεία και έχει ολοκληρώσει συνεχή εποπτεία της δικής του πρακτικής.
Είναι ένα άτομο που βοηθά τους ανθρώπους να θέσουν στόχους και στη συνέχεια να τους επιτύχουν. Το προβληματικό με τη λέξη coach είναι ότι δεν υπάρχει πουθενά κατοχυρωμένο ποιος μπορεί να αποκαλείται coach και ποιος όχι. Ως αποτέλεσμα, ο καθένας μπορεί να χρησιμοποιήσει τη λέξη. Η διαφορά μεταξύ ψυχοθεραπείας και coaching είναι ότι ο στόχος των ψυχοθεραπευτικών προσπαθειών είναι η ανακούφιση ή η εξάλειψη των δυσκολιών του θεραπευόμενου, μια μέθοδος θεραπείας, ενώ ο στόχος του coaching είναι να βοηθήσει τον πελάτη να επιτύχει τους στόχους του (π.χ. να χάσει βάρος, να βρει τη δουλειά των ονείρων του κ.λπ.). Ωστόσο, μερικές φορές συναντάμε τα όρια του coaching επειδή αυτά που μας εμποδίζουν να επιτύχουμε τους στόχους μας κρύβονται βαθιά μέσα μας. Τότε είναι καταλληλότερο να επιλέξετε τον δρόμο της ψυχοθεραπείας, η οποία λειτουργεί σε βαθύτερο επίπεδο από το coaching.